Κεφάλαιο Δεύτερο

Πόσο δίκιο είχε ο Πρωταγόρας όταν έλεγε ότι «Πάντων χρημάτων μέτρον έστω άνθρωπος…» φαίνεται από ένα απλό παράδειγμα των λαϊκών αγορών. Ο μανάβης της λαϊκής πχ σε νορμάλ συνθήκες ας πούμε ότι πουλάει την ημέρα 100 κιλά πατάτες με ένα ευρώ το κιλό και βγάζει 50 ευρώ μεροκάματο. Αν η ζωή ακριβύνει και ο κόσμος δεν αγοράζει 100 κιλά πατάτες αλλά 80 , ο άνθρωπος μας δεν μπορεί να μειώσει το μεροκάματο του, θέλει να βγάλει πάλι τα 50 ευρώ, γι αυτό  ανεβάζει την τιμή της πατάτας. Καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης δεν ισχύει παντοτε. Αυτο όμως που ισχύει πάντοτε είναι «ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος για την παραγωγή άρα και την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης» κλπ,κλπ. Αλλά ας γυρίσουμε στο θέμα μας.
Που, πότε και πως μπορούμε ακόμη καλύτερα  να προσδιορίσουμε την αξία των 2 κουβάδων,  θα το δούμε αμέσως παρακάτω
Αν σε  4 ημέρες, ας πούμε  τη Δευτέρα, την Τρίτη, την Τετάρτη, και την Πέμπτη μαζέψει, συγκεντρώσει, «συσσωρεύσει»  το αφεντικό από το μοναδικό του εργάτη  τους κουβάδες της  υπεραξίας που είναι ίσοι με  4 Χ 2 = 8 κουβάδες, θα έχει την Πέμπτη το βράδυ 8  κουβάδες, που  είναι αρκετοί
για να προσλάβει  την Παρασκευή το πρωί, για μια εργάσιμη μέρα τουλάχιστον ακόμη έναν εργάτη,
για να αγοράσει δηλ. ακόμη μια φορά  ένα παράξενο προϊόν  που δεν είναι τίποτε άλλο από το δεύτερο εργάτη που έχει επίσης μια σπάνια  ικανότητα,  να παράγει και αυτός την Παρασκευή όλη μέρα ,ένα άλλο προϊόν, που είναι οι άλλοι 10 κουβάδες.
Οι  4 Χ 2 = 8 κουβάδες της υπεραξίας μας είναι τώρα ισοδύναμες με τους 8 κουβάδες της αξίας της εργατικής δύναμης. Ακριβώς εδώ φαίνεται καλύτερα ότι  η  υπεραξία των 2 κουβάδων, αφού περιπλανήθηκε λίγο, (ξανά)βρήκε την καταγωγή της  και γίνεται πάλι αξία.
Ας δούμε την Παρασκευή το βράδυ πόσους κουβάδες υπεραξίας έχει μαζέψει το αφεντικό. Ο πρώτος εργάτης του άφησε σε 5 μέρες (Δευτερα,Τριτη,Τεταρτη,Πεμπτη,Παρασκευη) 5 Χ 2 = 10 κουβάδες, ο δεύτερος 1 μέρα (Παρασκευή) 1 Χ 2 = 2. Σύνολον 10+2 = 12 κουβάδες.
Την Παρασκευή το βράδυ η χαρά του είναι ακόμη μεγαλύτερη, και φεύγει χαρούμενος «με ένα πολυσήμαντο μειδίαμα» και  με ένα «δωδεκάκιλο» στο χέρι. Το θαύμα ξανάγινε.  Οι εργάτες και οι δυο πληρωμένοι!
Εδώ βλέπουμε πως κατάφερε το αφεντικό να πληρώσει τον μισθό των εργατών με τους ίδιους κουβάδες που οι ίδιοι εργάτες έβγαλαν στην επιφάνεια.
Μπορεί  βέβαια να την ανταλλάξει  την υπεραξία των δυο κουβάδων  με το νερό ενός άλλου πηγαδιού ας πούμε διαφορετικής γεύσεως η χρώματος  και αν γνωρίζει ότι και το άλλο πηγάδι έχει τις ίδιες παραμέτρους με τις παραμέτρους του δικού του πηγαδιού τότε η αναλογία θα είναι ένα προς ένα,
 καθ ότι «Η σχέση της αξίας ενός εμπορεύματος προς  την  αξία κάθε άλλου εμπορεύματος είναι η  ίδια με την σχέση του χρόνου που είναι αναγκαίος  για την παραγωγή του πρώτου προς το χρόνο που είναι   αναγκαίος για την παραγωγή του δεύτερου..». Μαρξ,  Κεφάλαιο 1ος τόμος., σελ.54
Την άλλη μέρα το πρωί επανέρχεται δριμύτερος !
Ο εργάτης, στην πραγματικότητα, με την δαιδαλώδη, σχεδόν χαοτική  εργασιακή διαδικασία, με την εφαρμογή της σύγχρονης τεχνολογίας, είναι αδύνατο να ξέρει πόσους κουβάδες βγάζει, είναι αδύνατο επίσης να ξέρει ακριβώς πόσοι κουβάδες είναι αναγκαίοι για να ζήσει, είναι αδύνατο να ξέρει ότι «Όπως η αξία κάθε άλλου εμπορεύματος, και η αξία της εργατικής δύναμης καθορίζεται από το χρόνο εργασίας που είναι αναγκαίος για την παραγωγή, επομένως και για την αναπαραγωγή αυτού του ειδικού είδους.» […] είναι αδύνατο να γνωρίζει  πόσος  είναι «[…]ο μέσος αναγκαίος χρόνος η ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας για να ζήσει » (Μαρξ, «Κεφάλαιο 1ος τόμος.σελ.183»).
Γιατί αν ήξερε ότι ο αναγκαίος χρόνος είναι 8 ώρες για 8 κουβάδες, αν αντιλαμβάνονταν ότι έβγαλε 10 κουβάδες θα πήγαινε στο αφεντικό και θα διαμαρτύρονταν ότι αυτός τους 8 κουβάδες τους έβγαλε, (υπολογίζοντας με την απλή μέθοδο των τριών) σε 6 ώρες και 24 λεπτά.( Καλύτερα που δεν το ξέρει γιατί αν το ήξερε αυτό,  το αφεντικό θα τον έδιωχνε την άλλη μέρα, λέγοντας του ότι η αρχική συμφωνία ήταν να φύγει από τη δουλειά όχι μόλις πιάσει τους 8 κουβάδες αλλά μόλις συμπληρώσει τις 8 ώρες δουλειάς.) Δεν ξέρει και επαφίεται στην κρίση και στην ειλικρίνεια του αφεντικού του. 
Η τραγωδία είναι ότι και το αφεντικό πολλές φορές, είναι αδύνατο να ξέρει  ότι «Η αξία της εργατικής δύναμης, όπως και κάθε άλλου εμπορεύματος [… ]». Η διαφορά ανάμεσα στους δυο είναι ότι η άγνοια καταδικάζει  το μεν εργάτη στην αθλιότητα ,στη φτώχια, στη στέρηση,  στην απογοήτευση και στην υποδούλωση, ιδιότητες που είναι έτοιμες να κληρονομηθούν από τις επόμενες γενεές,  το δε αφεντικό αντίθετα όχι μόνο δεν τον καταδικάζει , αλλά τον αθωώνει από κάθε ενοχή, καθιστώντας τον αυτόματα προνομιούχο.  Θα μας πει κάποιος αγαθός ότι και ο κεφαλαιοκράτης, παρ ότι είναι αφεντικό,  δουλεύει, επιβλέπει, δίνει οδηγίες, δίνει εντολές, προστάζει, καθ  ότι  «το πρόσταγμα του κεφαλαιοκράτη στο πεδίο της παραγωγής γίνεται τώρα τόσο απαραίτητο, όσο το πρόσταγμα του στρατηγού στο πεδίο της μάχης». Μαρξ-Κεφάλαιο 1ος τομ. Σελ.346. Απαντάμε ότι αυτό δεν μπορεί να του το αρνηθεί κανείς, μόνο που ο κεφαλαιοκράτης δεν αρκείται μόνο στους 8 κουβάδες που θα ήταν ίσως η αμοιβή του,  όπως για όλους τους άλλους, τους κοινούς θνητούς, αλλά απαλλοτριώνει όπως είδαμε παραπάνω, και από κάθε εργάτη την υπεραξία των  2 κουβάδων. Αυτό είναι που τον διαφοροποιεί απ όλους τους άλλους εργαζόμενους και όχι καμιά ιδιαίτερη ικανότητα, άσχετα αν δεν μπορεί να το παραδεχτεί φθάνοντας μερικές φορές να  πιστεύει  ότι αυτός είναι προικισμένος με σπάνιες αρετές, που του τις έχει δώσει η φύση..
Αφού δεν  μπορεί ούτε  ο ίδιος να εξηγήσει  πως έγινε πλούσιος, γίνεται παράλογος, ερμηνεύει το φαινόμενο σαν θέλημα Θεού, άποψη που είναι έτοιμος να την επιβεβαιώσει και ο κάθε Πάπας της Ρώμης.
  Να πως εξηγούσε ο John Rockefeller  την συσσώρευση του τεράστιου πλούτου του, σε μια επιτροπή του Αμερικανικού Κογκρέσου που εξέταζε εκείνον τον καιρό, τα των   επιχειρήσεων  του: «–Όλα τα χρήματα που έχω μαζέψει μέχρι και την τελευταία δεκάρα,  ο Θεός μου τα  χάρισε και σε αυτόν μόνο απολογούμαι.»
  Ταξική θέση δευτέρα φύση

Αυτή είναι η πολύτιμη αλήθεια, αυτό είναι το πολύτιμο  αξίωμα,  που για τις Πολιτικές Επιστήμες   πρέπει να ισχύει όπως  το αξίωμα στην Γεωμετρία. Αυτός ο ταξικός διαχωρισμός είναι ο μόνος που πρέπει να λειτουργεί σε μια κοινωνία. Όποιος άλλος διαχωρισμός των ανθρώπων σε δεξιούς ,αριστερούς κλπ απ όπου και αν προέρχεται ,είναι όχι μόνο αντιεπιστημονικός αλλά και ύποπτος.   Η μεταβολή της φύσης των δρώντων προσώπων (αφεντικού και εργάτη), αρχίζει κυριολεκτικά από την στιγμή της συμφωνίας ανάμεσα στο αφεντικό και στον εργάτη. «Ο πρώην κάτοχος χρήματος (σ.σ το αφεντικό), προπορεύεται σαν  κεφαλαιοκράτης και ο δεύτερος συνεσταλμένος, διστακτικός, σαν τον άνθρωπο που φέρνει στην αγορά για να πουλήσει το ίδιο το δικό του τομάρι, ξέροντας ότι το μόνο που τον περιμένει είναι το γδάρσιμο »(Μαρξ. Κεφάλαιο, 1ος τομος,σελ 189). Εδώ ας προσθέσουμε και το «ουδέν θηρίο ανθρώπου αγριότερο», των αρχαίων, καθώς και το «homus homini lupus» (= ο άνθρωπος για τον άνθρωπο λύκος) των Λατίνων
Και η ταξική θέση κάθε ανθρώπου ( ομάδας, τάξης ) γεννά αυτόματα και μια  ιδεολογία. Χωρίς υπερβολή μπορούμε να πούμε ότι η φιλοσοφική προσεγγιση των δυο αυτών ασήμαντων κουβάδων γέννησε την πιο σφοδρή σύγκρουση ανάμεσα στα δυο  μεγάλα φιλοσοφικά ρεύματα την Ιδεαλιστική και την Υλιστική Φιλοσοφία. Η ιδεαλιστική αντίληψη (και εδώ θα πρέπει να πούμε ότι ακόμη και ολόκληρες οικονομικές θεωρίες)  αρνείται την φυσική, υλική ύπαρξη των δυο κουβάδων, η υλιστική το αντίθετο. Η υλιστική φιλοσοφία υποστηρίζει ότι  οι  δυο αυτοί κουβάδες (και οι άνθρωποι που τους παράγουν) είναι η κινητήρια δύναμη της Ιστορίας. Την  αύξηση του κοινωνικού πλούτου σ αυτούς (και στη φύση) την χρωστάμε. Οι επαναστάσεις, οι εμφύλιοι και οι πόλεμοι, όλων των εποχών, για αυτήν την υπεραξία των δυο κουβάδων έγιναν, για  την υπεραξία αυτή,  που κάθε φορά είχε διαφορετική μορφή.  
Ο λόγος που αρνούνται την ύπαρξη των δυο αυτών  ασήμαντων κουβάδων δεν είναι άλλος από αυτόν που ο Μαρξ επισήμανε στον πρόλογο της πρώτης γερμανικής έκδοσης του Κεφαλαίου. (Λονδίνο 25-07-1867).  Εκεί έγραφε: «Στο πεδίο της πολιτικής οικονομίας, η ελεύθερη επιστημονική έρευνα δεν αντιμετωπίζει μονάχα τον εχθρό που αντιμετωπίζει σ όλα τα άλλα πεδία. Η ιδιόμορφη φύση της ύλης που πραγματεύεται, προκαλεί στο πεδίο της μάχης ενάντια της τα πιο βίαια, μικροπρεπή  και μισητά πάθη της ανθρώπινης ψυχής, τις μαινάδες του ατομικού συμφέροντος. Η υψηλή αγγλικανική εκκλησία, λ.χ., περισσότερο συγχωρεί μια επίθεση ενάντια στα 38 από τα 39 άρθρα της πίστης της, παρά μια επίθεση ενάντια στο 1/39 των χρηματικών της εισοδημάτων. Σε σύγκριση με την κριτική των πατροπαράδοτων σχέσεων ιδιοκτησίας σήμερα  κι αυτός ο αθεϊσμός είναι ένα  culpa levis »(= συγχωρητέο αμάρτημα).
Ας επιστρέψουμε σε αυτούς τους 2 θαυματουργούς κουβάδες, που δεν είναι όπως είπαμε τίποτε άλλο παρά η υπεραξία. Για αυτούς τους δυο  ασήμαντους   κουβάδες έχουν γραφτεί χιλιάδες βιβλία. Ας αφιερώσουμε και  εμείς δυο γραμμές  ακόμη, για να βοηθήσουμε  τον αναγνώστη στην θεωρητική προσέγγιση του  ζητήματος .
Ο ιδιοκτήτης του πηγαδιού μπορεί αυτούς τους 2 κουβάδες  να  τους  συγκεντρώσει,  να  τους  αποταμιεύσει, να τους «συσσωρεύσει», μπορεί να τους  πουλήσει αυτούς τους κουβάδες αμέσως, ( η υπεραξία  με τη μορφή των δυο  κουβάδων έχει τώρα φυσική, υλική οντότητα δεν είναι κάτι το αφηρημένο), να τους  πουλήσει είτε όσο-όσο,   είτε να τους  μοσχοπουλήσει Μπορεί να τους  πουλήσει, όσο και αν ακούγεται παράδοξο,  ακόμη και  κάτω από την αξία τους  και να είναι πάλι κερδισμένος, είτε ακριβώς στην αξία τους και να είναι επίσης κανονικά κερδισμένος, είτε πάνω από την αξία τους, οπότε θα είναι διπλά κερδισμένος. Μπορεί  να  τους  πουλήσει ακόμη και σε αυτόν που τους παρήγαγε, στον  εργάτη, η ακόμη να πληρώσει -όπως  είδαμε παραπάνω- με αυτούς τους 2 κουβάδες τον μισθό του. Είναι ζήτημα τιμής.
 Η τιμή εδώ είναι έννοια περισσότερο υποκειμενική, ενώ η αξία εδώ σχετίζεται και με το ένστικτο αυτοσυντήρησης του ανθρώπου, της συντήρησης του εργάτη όπως είπαμε παραπάνω. Η αξία είναι  έννοια   βαθύτατα κοινωνική. Η  αξία σαν αξία ενός  εμπορεύματος  είναι μόνο « μάζα στερεοποιημένου χρόνου εργασίας», είναι πιο συγκεκριμένα  η κοινωνικά αναγκαία  ποσότητα εργασίας για την αναπαραγωγή ενός  προϊόντος, είναι  κατανάλωση ανθρώπινης ενέργειας, δεν είναι κάτι σαν  αφηρημένη έννοια, κάτι σαν πλατωνικός έρωτας, (όσο μεγάλη και αν είναι η αγάπη του δημιουργού – παραγωγού, για το αντικείμενο που δημιούργησε),  είναι ως εκ τούτου,  έννοια περισσότερο αντικειμενική. Η αξία βέβαια δεν είναι κάτι σαν το φλουρί της βασιλόπιτας, που με αγωνία ψάχνουνε τα μικρά παιδιά την πρωτοχρονιά να το βρούνε, δεν μπορεί να  μας πει κάποιος:
- Δείξε μου που είναι κρυμμένη στο εμπόρευμα η αξία. Να τι έλεγε επ αυτού ο Μαρξ: «Το αντίθετο ακριβώς απ ότι γίνεται με την αισθητή χοντροκομμένη αντικειμενικότητα των σωμάτων των εμπορευμάτων, δεν μπαίνει ούτε ένα άτομο φυσική ύλη στην αξιακη αντικειμενικότητα τους ». (Μαρξ-Κεφάλαιο 1ος Τόμος ,σελ 61).
 Αφού καταφέραμε παραπάνω να  απομονώσουμε την υπεραξία, με την μορφή των 2 κουβάδων, μπορούμε κάλλιστα να πούμε ότι αυτά τα εκατομμύρια προϊόντα που μένουν απούλητα στις βιτρίνες, στις αποθήκες η που περιφέρονται στην υδρόγειο «αζήτητα », ψάχνοντας να βρούνε την καταγωγή  τους,   δεν είναι τίποτε άλλο παρά αυτά τα εκατομμύρια, των 2 κουβάδων που
τα έχουν βγάλει  από τα βάθη των πηγαδιών, οι εργαζόμενοι,  μόνο που τους τα απαλλοτριώσανε και τους τα στερούν όπως είδαμε  παραπάνω
(Λέμε 2 γιατί οι άλλοι 8 -από τους 10 - υποτίθεται ότι καταναλώθηκαν για την αυτοσυντήρηση των εργατών). Το ευτύχημα για τα εκατομμύρια των εργατών  και η μεγαλύτερη αγωνία των κεφαλαιοκρατών σήμερα με την παγκοσμιοποίηση των αντιφάσεων του κεφαλαίου,  είναι ότι αυτά τα εκατομμύρια των 2 κουβάδων είναι εδώ, σ αυτήν την υδρόγειο, σ αυτό το πλανήτη, και δεν μπορούνε να τα πάνε, να τα φυγαδέψουν πουθενά !


(Η συνέχεια στο τρίτο κεφάλαιο)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου