Στο προηγούμενο άρθρο που είχε τίτλο «Το μεγάλο σάλτο», γράφαμε ότι είναι αδιανόητο σε μια παγκοσμιοποιημενη οικονομία να μην υπάρχει η δυνατότητα αντιπαραβολής και συμψηφισμού των χρεών όλων των επιχειρήσεων και όλων των κρατών της υδρογείου. Αυτή η δυνατότητα, η συγκέντρωση δηλαδή των πληρωμών στον ίδιο τόπο γινόταν ακόμη και στον μεσαίωνα, π.χ στη Λυών, σε ειδικά ιδρύματα, τα λεγόμενα virements [μεταβιβάσεις χρεών]. Αυτό έλυνε σημαντικά το πρόβλημα της ρευστότητας, καθώς για την ίδια μάζα προϊόντων απαιτούνταν λιγότερη μάζα χρήματος.
Σήμερα αρκεί ένας μικρός υπολογιστής για να λυθεί αυτό το πρόβλημα των χρεωστικών απαιτήσεων της Α επιχείρησης (ή κράτους ) προς την Β, της Β προς την Γ, της Γ προς την Α, δηλαδή των θετικών και αρνητικών μεγεθών των επιχειρήσεων, των κρατών κλπ.κλπ.(Στην Ελλάδα μπορεί να γίνει κάλλιστα ακόμη και από ένα Κοινωφελές Ίδρυμα).
Υπάρχουν τεράστια συμφέροντα να μην γίνει αυτός ο συμψηφισμός, για να επελθει έμφραγμα στην παγκόσμια αγορά, για να υποχρεωθούν οι επιχειρήσεις και τα κράτη να καταφύγουν στον δανεισμό. Έναν δανεισμό που γίνεται από τις λεγόμενες αγορές. Για να δούμε λίγο καλύτερα την «ετυμολογία » αυτής της λέξης !!!
Σήμερα αρκεί ένας μικρός υπολογιστής για να λυθεί αυτό το πρόβλημα των χρεωστικών απαιτήσεων της Α επιχείρησης (ή κράτους ) προς την Β, της Β προς την Γ, της Γ προς την Α, δηλαδή των θετικών και αρνητικών μεγεθών των επιχειρήσεων, των κρατών κλπ.κλπ.(Στην Ελλάδα μπορεί να γίνει κάλλιστα ακόμη και από ένα Κοινωφελές Ίδρυμα).
Υπάρχουν τεράστια συμφέροντα να μην γίνει αυτός ο συμψηφισμός, για να επελθει έμφραγμα στην παγκόσμια αγορά, για να υποχρεωθούν οι επιχειρήσεις και τα κράτη να καταφύγουν στον δανεισμό. Έναν δανεισμό που γίνεται από τις λεγόμενες αγορές. Για να δούμε λίγο καλύτερα την «ετυμολογία » αυτής της λέξης !!!
Σε μια παγκόσμια οικονομική κρίση δεν υποφέρουν μόνο οι άνθρωποι αλλά και οι λέξεις, οι φράσεις, και τα νοήματα που αποκτούν τελείως διαφορετικό περιεχόμενο! Αυτό συμβαίνει με την λέξη αγορές. Έτσι γενικά και αόριστα. Όχι στον ενικό αλλά στον πληθυντικό. Όχι η αγορά αλλά οι αγορές. «Τυχαίο; Δεν νομίζω… », για να θυμηθούμε και τη γνωστή διαφήμιση..
Στον ενικό η λέξη αγορά, μας παραπέμπει στους αρχαίους πολιτισμούς: Η Αγορά της Βαβυλώνας, η Αγορά της Αθήνας, η Αγορά της Ρώμης. Μας παραπέμπει σε κάποιον γνωστό ιστορικό χώρο σε μια γνωστή ιστορική εποχή (χρόνο).
Στις Οικονομικές Επιστήμες, μπορούμε να πούμε ότι αγορά είναι ο χώρος όπου γίνεται η ανταλλαγή χιλιάδων εμπορευμάτων, διαφορετικών μεταξύ τους πραγμάτων που παρήχθησαν από χιλιάδες παραγωγούς όχι για προσωπική κατανάλωση αλλά για ανταλλαγή (διαφορετικά δεν θα τα πήγαιναν εκεί), ανταλλαγή που γίνεται βάσει ενός γενικώς αποδεκτού ισοδυνάμου, του χρήματος.
Και καθ' ότι «τα προϊόντα είναι πράγματα που δεν μπορούν να πάνε μόνα τους στη αγορά, είμαστε υποχρεωμένοι να αναζητήσουμε τους φύλακες τους», αυτούς που συνοδεύουν το εμπόρευμα στην αγορά. Όλα τα παραπάνω στοιχεία είναι απαραίτητα για τον ορισμό της αγοράς.
Στον πληθυντικό όμως η ίδια λέξη γίνεται αγνώριστη.
Στις αγορές όπως ακούμε (και όχι στην αγορά), το μοναδικό προς ανταλλαγή εμπόρευμα είναι το χρήμα, και καθ' ότι εμπόρευμα θα πρέπει να ξέρουμε ποιος το παρήγαγε (=τύπωσε), πόσο παρήγαγε (=τύπωσε), που το παρήγαγε (=τύπωσε), και όχι για προσωπική χρήση, αλλά για ανταλλαγή.
Αλλά για ποια ανταλλαγή μιλάμε αλήθεια; Στις αγορές αυτές -όπως και στις τράπεζες-, δεν γίνεται καμιά ανταλλαγή διαφορετικών προϊόντων, απλούστατα ανταλλάσεται χρήμα με περισσότερο χρήμα, αυτή είναι η ανταλλαγή που γίνεται στις αγορές.
Αν η λέξη αγορά γίνει πληθυντικός αριθμός, γίνει αγορές, δεν γνωρίζουμε «τους φύλακες» που είπαμε παραπάνω: αόρατοι και πανταχού παρόντες. Παντοκράτορες, ποιητές «ορατών τε πάντων και αοράτων», εξωγήινοι. Μήπως ανάμεσά τους είναι και τίποτε δικοί μας τραπεζίτες, άνθρωποι της διπλανής πόρτας όπως λέμε, που τους δανείσαμε 28 δις για να μπορέσουν να μας δανείσουν;
Απλώς ρωτάμε. Στο θέατρο του παραλόγου πολλά μπορούν να συμβούν. Μήπως πάλι είναι τίποτε τραπεζίτες του Θεού, Θεός φυλάξει , καμιάς Χριστιανικής Τράπεζας δηλαδή. Για την Ιστορία πρέπει να πούμε ότι υπάρχει απαγόρευση για σύναψη εντόκου δανείου μεταξύ Χριστιανών, από το έτος 1311 μΧ από την σύνοδο της Βιέννης. Κατά τον Μεσαίωνα κάτω από την πίεση κοινωνικών αναγκών ο Καλβίνος έβαλε νερό στο κρασί του και επέτρεψε τον δανεισμό, με κάτι όρους βέβαια. Η Ευρώπη είναι Χριστιανική... απ ότι ξέρουμε. Απ' ότι επίσης ξέρουμε, ο Μωάμεθ διδάσκει ότι «ο Θεός επιτρέπει την πώληση, αλλά απαγορεύει τον τόκο». (Κάτι ακούγεται τώρα ότι κάτι Ισλαμικές χώρες θα μας βοηθήσουν με κάτι δάνεια). Μόνο στους Ιουδαίους επιτρέπονταν και οι Ιουδαίοι με την αμαρτία του δανείου παρείχαν προς τους Χριστιανούς μεγάλη υπηρεσία. Το ηθικό στοιχείο έκτοτε εξέλιπε παντελώς.
Εμείς οι Έλληνες βέβαια δεν έχουμε ανάγκη καμιάς θρησκείας (τουλάχιστον) επ' αυτού, καθ' ότι ο Αριστοτέλης (ο γίγαντας της ανθρώπινης σκέψης όπως τον αποκαλεί ο Μαρξ) από τότε μας είχε πει «ο δε τόκος γίνεται νόμισμα νομίσματος, ώστε και παρά φύσιν χρηματισμός έστι» (Πολιτικά Ι., κεφ δ’) για να συμπληρώσει αλλού «ότι το νόμισμα ου τίκτει νόμισμα».
Τα γράφουμε αυτά να τα ξέρουν και αυτοί που είναι υπέρ του δανεισμού και εκείνοι που είναι εναντίον, να ξέρουν ποιον να ευγνωμονούν και ποιον να λοιδορούν.
Μια και μιλάμε για θέατρο του παραλόγου. Η Γερμανία που κάνει το παν για να χρεοκοπήσουμε έχει χρεοκοπήσει ήδη δυο φορές μια το 1923 και μια το 1948. Εκτός από την Γερμανία, από το 1750 και μετά έχουν χρεοκοπήσει άλλες 64 χώρες. Πολλές από αυτές τις χώρες επίσης κάνουν το παν να χρεοκοπήσουμε. Υπήρχαν και τότε αγορές σίγουρα, έτσι γενικά και αόριστα.
kalo
ΑπάντησηΔιαγραφή